ἰδιάζων

ἰδιάζων
ἰδιάζω
to be alone
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιδίωμα — το (ΑΜ ἰδίωμα) [ιδιούμαι] 1. καθετί που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, η ιδιότητα 2. επιμέρους διάλεκτος, υποκατηγορία διαλέκτου («η επτανησιακή διάλεκτος περιλαμβάνει το ιδίωμα τής Ζακύνθου, το ιδίωμα τής Κέρκυρας κ.λπ.»)… …   Dictionary of Greek

  • ιδιαζόντως — (ΑΜ ἰδιαζόντως) επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο μσν. 1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια 2. διακεκριμένα μσν. αρχ. ξεχωριστά, ανεξάρτητα από... [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • υποκειμενικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού υποκειμενικού 2. ο ιδιάζων τρόπος με τον οποίο αισθάνεται, σκέπτεται και ενεργεί κάθε άτομο 3. (φιλοσ.) α) ο χαρακτήρας και η ιδιότητα τού υποκειμενικού, σε αντιδιαστολή και σε αντίθεση με την αντικειμενικότητα, η σφαίρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”